Ἑλληνίδας

Ἑλληνίδας
Ἑλληνίς
Grecian woman
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… …   Wikipedia

  • Παρρέν, Καλλιρρόη — (Ρέθυμνο, Κρήτη 1861 – Αθήνα 1940). Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εξέδωσε την πρώτη γυναικεία εφημερίδα στην Ελλάδα (Εφημερίς των Κυριών, 1887), όπου συζητούσε και έριχνε φως στα προβλήματα που σχετίζονταν με την ψυχική και πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • επικτίζω — ἐπικτίζω (AM) 1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.) Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα αρχ. ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • εχθραίνω — ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα] (μεταγ. τ. τού εχθαίρω) 1. μισώ, εχθρεύομαι 2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.) 3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ»… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Χάκιμ — (AlHakam). Όνομα ηγεμόνων της αραβικής εποχής. 1. Εμίρης της Κόρντομπα (796 822). Νίκησε στην αρχή τους Φράγκους και τους απώθησε πέρα από τα Πυρηναία, υποχώρησε όμως αργότερα μπροστά στον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, o οποίος εισέβαλε στην Καταλανία… …   Dictionary of Greek

  • Αλταμούρας, Ιωάννης — (Νάπολη Ιταλίας 1852 – Αθήνα 1878). Ζωγράφος, γιος του Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και της Ελληνίδας Ελένης Μπούκουρα. Ο Α. διδάχτηκε τα πρώτα στοιχεία ζωγραφικής από τους γονείς του, αργότερα φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδίμηρος — (Vladimir).Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Α’, ο ΆγιοςΜέγας (956 – 1015). Άγιος και ισαπόστολος της Δυτ. Εκκλησίας, μέγας δούκας του Κιέβου (978 1015). Γιος του Σβιατοσλάβου A’και της Μαλούσας, οικονόμου της μητέρας του, πριγκίπισσας Όλγας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”